Τη διαβεβαίωση της κυβέρνησης έλαβε η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος ότι
θα συνεχιστεί η στήριξη των επιχειρήσεων απέναντι στο θέμα της αύξησης του κόστους του
ηλεκτρισμού, των πρώτων υλών και της αύξησης των επιτοκίων.
Στην κεντρική του ομιλία, ο πρόεδρος της Κ.Ε.Ε.Ε., κ. Ιωάννης Μασούτης, ανέφερε
πως ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για την
αντιμετώπιση της κατάστασης. Με υπόμνημά μας, έχουμε συγκεκριμένα ζητήσει:
• Την επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου το οποία προορίζεται για
ηλεκτροπαραγωγή.
• Τη θέσπιση πλαφόν στην τιμή λιανικής του ηλεκτρικού ρεύματος για τις βιομηχανίες
και τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις.
• Θεσμικές παρεμβάσεις, στην κατεύθυνση της φορολογικής ελάφρυνσης στα ενεργειακά
τιμολόγια και στα καύσιμα για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες και τις επιχειρήσεις με εξαγωγική
δραστηριότητα.
• Επίσπευση της έναρξης του προγράμματος «Εξοικονομώ» για τις επιχειρήσεις.
Ζητάμε, επίσης:
• Να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στη χορήγηση από τον ΔΕΔΔΗΕ όρων σύνδεσης
φωτοβολταϊκών συστημάτων σε επιχειρήσεις.
• Να αρθούν οι γεωγραφικοί περιορισμοί για την εγκατάσταση των συστημάτων.
• Να αρθεί το μέγιστο όριο ισχύος των 3 MW.
• Να γίνεται αντιστοίχιση μιας παροχής κατανάλωσης με πάνω από έναν σταθμό
αυτοπαραγωγής.
Ο κ. Μασούτης σημείωσε : «Τα αιτήματα αυτά τα συζητήσαμε και κατά την πρόσφατη
συνάντηση που είχαμε με τον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων και ο ίδιος μας
διαβεβαίωσε ότι η επιδότηση των τιμολογίων ρεύματος και φυσικού αερίου θα συνεχιστεί
για όλες τις επιχειρήσεις της χώρας. Υπάρχει η ρητή δέσμευση ότι οι επιχειρήσεις δεν θα
μείνουν ακάλυπτες».
Από την πλευρά του, ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, κ. Άδωνις
Γεωργιάδης αφού ευχαρίστησε την επιχειρηματική κοινότητα για τη στήριξη στο θέμα του
πληθωρισμού, παραδέχθηκε ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στην αγορά. Ωστόσο,
υπογράμμισε ότι υπάρχουν αισιόδοξες προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2023 και ανακοίνωσε
το πρόγραμμα επιδότησης φωτοβολταϊκών στις στέγες των ΜμΕ με 750 εκατομμυρίων
ευρώ που έως τον Μάρτιο -είτε υπάρχει δίκτυο είτε όχι, θα μπορέσουν οι επιχειρήσεις να
εξοικονομήσουν ενέργεια και χρήματα.
«Δεν έχει ανακάμψει ακόμα η εικόνα του νησιού από την μεταναστευτική κρίση»
δήλωσε ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Λέσβου, κ. Βαγγέλης Μυρσινίας, προσθέτοντας ότι
«πάγια θέση του Επιμελητηρίου είναι οι μειωμένοι συντελεστές Φ.Π.Α. στα νησιά του βορείου
Αιγαίου και χωρίς να καθυστερεί στην αποζημίωση το μεταφορικό ισοδύναμο». Ακόμα, ο
πρόεδρος του Επιμελητηρίου Λέσβου ζήτησε από την πολιτεία τη λήψη γενναίων μέτρων για
την ανάπτυξη του των νησιών στα πρότυπα στήριξης της Θράκης.
Στη Γενική Συνέλευση της Κ.Ε.Ε.Ε., απηύθυναν χαιρετισμό ο αντιπρόεδρος της
Βουλής, κ. Χαράλαμπος Αθανασίου , ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Λέσβου, κ. Ιωάννης
Μπουρνούς, η βουλευτής Κ.Κ.Ε. Λέσβου, κ. Μαρία Κομνηνάκα, ο περιφερειάρχης Βορείου
Αιγαίου, κ. Κώστας Μουτζούρης και ο δήμαρχος Μυτιλήνης, κ. Στρατής Κύντελης.
Η ομιλία του προέδρου της Κ.Ε.Ε.Ε . :
«Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,
Καθώς το 2022 πλησιάζει στο τέλος του, το διεθνές περιβάλλον φαίνεται να επιδεινώνεται.
Η Ευρώπη αντιμετωπίζει για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες τις επιπτώσεις μιας πολεμικής
σύγκρουσης στο έδαφός της.
Η ενεργειακή κρίση και η γεωπολιτική αστάθεια εντείνονται. Με τη Ρωσία να ανοιγοκλείνει τις
στρόφιγγες του φυσικού αερίου και να απειλεί με διεύρυνση του πολέμου. Με την Τουρκία να
κλιμακώνει τις προκλήσεις και τις απειλές σε βάρος της Ελλάδας.
Η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας και οι πληθωριστικές πιέσεις «γονατίζουν» τις οικονομίες
της Ευρώπης. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στις πρόσφατες εκτιμήσεις του, προβλέπει
υποτονική ανάπτυξη και διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα.
Απέναντι σε όλες αυτές τις προκλήσεις, η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τουλάχιστον
απογοητευτική.
Η Ευρώπη φάνηκε ενωμένη στην αντίθεσή της στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Και στην –
ορθή – επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία.
Στο μέτωπο της ενεργειακής κρίσης, όμως, η ενότητα απουσιάζει.
Πάμε από Σύνοδο σε Σύνοδο χωρίς καμία ουσιαστική απόφαση. Η πρόταση της Ελλάδας και
άλλων χωρών, για πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, δεν προχωρά.
Κι αυτό γιατί αντιδρούν χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία – για τις οποίες το πρόβλημα
δεν είναι η τιμή – που καίει κυρίως τις χώρες του Νότου – αλλά ο εφοδιασμός τους.
Επιμένουν, λοιπόν, ότι αλληλεγγύη σημαίνει να μειωθεί οριζόντια η κατανάλωση, ώστε να
διασφαλιστεί επάρκεια.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, η Γερμανία ανακοινώνει μονομερώς πακέτο στήριξης 200
δισεκατομμυρίων ευρώ για τις επιχειρήσεις της, γιατί μπορεί. Χωρίς δεύτερες σκέψεις για την
εσωτερική αγορά και το δίκαιο ανταγωνισμό.
Καταλαβαίνουμε ότι κάθε χώρα βάζει σε προτεραιότητα τη δική της ατζέντα. Αλλά η αδυναμία
κοινής αντίδρασης απειλεί σήμερα την ίδια την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην Ελλάδα η κατάσταση παραμένει υπό έλεγχο – με τη βοήθεια και των μέτρων στήριξης που
έχει λάβει η Πολιτεία.
Όμως, η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Η αύξηση του ενεργειακού κόστους, αλλά και του κόστους των πρώτων υλών δημιουργεί
ασφυκτικές πιέσεις στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Πιέσεις που εντείνονται από την άνοδο
των επιτοκίων, αλλά και τη μείωση των τζίρων, καθώς τα νοικοκυριά περιορίζουν τις δαπάνες
τους στα απολύτως αναγκαία.
Από την πλευρά μας, ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες
προτάσεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Με υπόμνημά μας, έχουμε συγκεκριμένα ζητήσει:
Την επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, που προορίζεται για
ηλεκτροπαραγωγή.
Τη θέσπιση πλαφόν στην τιμή λιανικής του ηλεκτρικού ρεύματος για τις βιομηχανίες και
τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις.
Θεσμικές παρεμβάσεις, στην κατεύθυνση της φορολογικής ελάφρυνσης στα ενεργειακά
τιμολόγια και στα καύσιμα για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες και τις επιχειρήσεις με
εξαγωγική δραστηριότητα.
Επίσπευση της έναρξης του προγράμματος «Εξοικονομώ» για τις επιχειρήσεις.
Ζητάμε, επίσης:
Να δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στη χορήγηση από τον ΔΕΔΔΗΕ όρων σύνδεσης
φωτοβολταϊκών συστημάτων σε επιχειρήσεις.
Να αρθούν οι γεωγραφικοί περιορισμοί για την εγκατάσταση των συστημάτων.
Να αρθεί το μέγιστο όριο ισχύος των 3 MW.
Να γίνεται αντιστοίχιση μιας παροχής κατανάλωσης με πάνω από έναν σταθμό
αυτοπαραγωγής.
Τα αιτήματα αυτά τα συζητήσαμε και κατά την πρόσφατη συνάντηση που είχαμε με τον
υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων.
Ο ίδιος μας διαβεβαίωσε ότι η επιδότηση των τιμολογίων ρεύματος και φυσικού αερίου θα
συνεχιστεί για όλες τις επιχειρήσεις της χώρας.
Έγινε, επίσης, δεκτό το αίτημά μας να συνεχιστούν οι έλεγχοι στην αγορά πρώτων υλών, καθώς
όπως γνωρίζετε υπάρχουν φαινόμενα τιμών, που υπερβαίνουν τα θεμιτά όρια. Τιμών που
επιβαρύνουν υπέρμετρα το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων και – αναπόφευκτα – τις
τελικές τιμές για τον καταναλωτή.
Από την πλευρά της κυβέρνησης υπάρχει, επομένως, θετική στάση. Υπάρχει η ρητή δέσμευση
ότι οι επιχειρήσεις δεν θα μείνουν ακάλυπτες.
Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοούμε κάποιες βασικές αλήθειες.
Η πρώτη είναι ότι – όσο κι αν θα το θέλαμε – το κράτος δεν μπορεί να καλύψει εξ ολοκλήρου
την επιβάρυνση που προκαλεί η ενεργειακή κρίση.
Οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας δεν είναι απεριόριστες.
Και η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να κινηθεί μέσα σε συγκεκριμένα περιθώρια, ώστε να μην
ξεφύγει το έλλειμμα και το χρέος.
Γιατί σε αυτή την περίπτωση ο κίνδυνος για την οικονομική σταθερότητα και την πορεία της
χώρας θα είναι πολύ μεγαλύτερος.
Τα μέτρα στήριξης, επομένως, δεν μπορούν να διευρυνθούν πολύ περισσότερο – ούτε να
διατηρηθούν επ’ αόριστο.
Κι εδώ πρέπει να δούμε κατάματα μια άλλη αλήθεια.
Η ενεργειακή κρίση είχε ξεκινήσει πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία και το πιθανότερο είναι ότι
θα συνεχιστεί και μετά το τέλος του.
Κι αυτό γιατί η στροφή της Ευρώπης στην πράσινη ενέργεια έγινε χωρίς κατάλληλη
προετοιμασία. Χωρίς να δοθεί χρόνος για τις απαραίτητες αλλαγές και προσαρμογές. Χωρίς
μέτρα που θα διασφάλιζαν μια ομαλή μετάβαση: με ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και με
κόστος που οι επιχειρήσεις και οι κοινωνίες θα μπορούσαν να αντέξουν.
Το πρόβλημα αυτό η αγορά το είχε αναδείξει από νωρίς. Έγινε, όμως, ορατό μετά το τέλος της
πανδημίας, όταν η ανάκαμψη των οικονομιών οδήγησε σε απότομη αύξηση της ζήτησης. Οι
τιμές της ενέργειας είχαν ήδη αρχίσει να σκαρφαλώνουν από το 2021.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επιδείνωσε την κατάσταση και ανέδειξε ένα ακόμη λάθος –
την υπερβολική εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου.
Το θέμα της ενέργειας, επομένως, θα απασχολεί για πολύ καιρό ακόμη και την Ευρώπη και τη
χώρα μας.
Η Ελλάδα είναι – και πρέπει να είναι – μια οικονομία ανοιχτή.
Κι όπως όλες οι ανοιχτές οικονομίες, επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως είναι η
ενεργειακή κρίση και ο διεθνής πληθωρισμός.
Έχει όμως συγκεκριμένες διαρθρωτικές αδυναμίες, που την κάνουν περισσότερο ευάλωτη.
Δεν μας βοηθά, απέναντι στην πληθωριστική κρίση, το γεγονός ότι πρέπει να εισάγουμε το
μεγαλύτερο μέρος των αγαθών που καταναλώνουμε.
Δεν μας βοηθά, απέναντι στην ενεργειακή κρίση, το γεγονός ότι η Ελλάδα εξαρτάται σε
ποσοστό 80% από εισαγόμενη πρωτογενή ενέργεια.
Τα τελευταία χρόνια γίνονται σημαντικές προσπάθειες να βελτιωθεί η κατάσταση και στα δύο
αυτά μέτωπα.
Όσον αφορά την ενέργεια:
Έχουν απλοποιηθεί οι διαδικασίες αδειοδότησης και έχουν αυξηθεί οι επενδύσεις για την
παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ. Χρειάζονται, όμως, ακόμη περισσότερες επενδύσεις σε χώρους
αποθήκευσης και σε έργα για την αναβάθμιση του δικτύου.
Έχει επιταχυνθεί, επίσης, η εκτέλεση ενεργειακών έργων που ενισχύουν την επάρκεια την
ασφάλεια τροφοδοσίας της χώρας. Ήδη έχουν προχωρήσει μεγάλα έργα, όπως η αναβάθμιση της
Ρεβυθούσας, το νέο FSRU της Αλεξανδρούπολης και η αποθήκη της Ν. Καβάλας, η ηλεκτρική
διασύνδεση με την Αίγυπτο κ.ά.
Η Ελλάδα έχει τις δυνατότητες να ενισχύσει την ενεργειακή της αυτονομία και ταυτόχρονα να
αναδειχθεί σε ενεργειακό κόμβο για την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Το βέβαιο είναι ένα: για να μπορέσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις να επιβιώσουν, να παράγουν
και να γίνουν διεθνώς ανταγωνιστικές, χρειάζονται ενέργεια. Ενέργεια αρκετή, καθαρότερη και
φθηνότερη.
Κι αυτό – πέρα από πόρους – απαιτεί εθνικό σχεδιασμό, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και
υπερκομματική στήριξη. Ένα σχεδιασμό που θα αφήσει στην άκρη ιδεοληψίες και
κοντόφθαλμες λογικές του παρελθόντος.
Όσον αφορά την παραγωγικότητα της οικονομίας, επίσης υπάρχει θετική κινητοποίηση και
θετικές προοπτικές – μέσα από την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του
νέου ΕΣΠΑ.
Και εδώ, όμως, απαιτείται εγρήγορση και προσοχή από όλους.
Πρέπει η Πολιτεία – με τη συνεργασία των Επιμελητηρίων και των τραπεζών – να
αντιμετωπίσει τα εμπόδια πρόσβασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στα προγράμματα της
νέας περιόδου.
Χρειάζεται εμείς, τα Επιμελητήρια, να αναλάβουμε ενεργό ρόλο για την ενημέρωση των μελών
μας. Και να δούμε με ποιους τρόπους μπορούμε να υποστηρίξουμε τις μικρότερες επιχειρήσεις,
στη διαμόρφωση και την υποβολή προτάσεων.
Χρειάζεται και οι ίδιες οι επιχειρήσεις να σχεδιάσουν κατάλληλα τη στρατηγική τους.
Θα επαναλάβω αυτό που έχω πει πολλές φορές: οι κοινοτικοί πόροι δεν είναι απλώς ένα
εργαλείο ρευστότητας.
Είναι η ευκαιρία να εξασφαλίσουμε το μέλλον των επιχειρήσεών μας, σε ένα περιβάλλον που
αλλάζει.
Είναι η ευκαιρία αναβαθμίσουμε σήμερα την παραγωγή και τις διαδικασίες μας, για να μη
βρεθούμε στο περιθώριο αύριο. Για να γίνουμε περισσότερο ανταγωνιστικοί. Για να έχουμε
καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης και κερδοφορίας.
Καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο να κάνεις νέα σχέδια τη στιγμή που αγωνίζεσαι να επιβιώσεις.
Δεν υπάρχει, όμως, άλλος δρόμος. Μαζί με τα εμπόδια, πρέπει να διαχειριστούμε σωστά και τις
ευκαιρίες.
Εμείς, ως Επιμελητηριακή Κοινότητα…
Ζητάμε και θα συνεχίσουμε να ζητάμε λελογισμένα μέτρα στήριξης, απέναντι στην κρίση.
Ζητάμε πολιτικές για τη μόνιμη μείωση του ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων.
Ζητάμε καλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους.
Ζητάμε συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, αλλά και συνθήκες σταθερότητας, που θα μας
επιτρέψουν να προχωρήσουμε με ασφάλεια τα επιχειρηματικά μας σχέδια.
Ζούμε σε ένα διεθνές περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο αβέβαιο και ρευστό.
Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση, σε σχέση με το παρελθόν.
Έχει βγει από την ευρωπαϊκή εποπτεία, έχει θετικές αξιολογήσεις από τους διεθνείς οίκους και
παρουσιάζει θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Έχει αναβαθμισμένο ρόλο και λόγο στις ευρωπαϊκές
εξελίξεις.
Μπορούμε, όμως, να πάμε καλύτερα.
Αν θέλουμε προοπτικές ευημερίας, αν θέλουμε να ενισχύσουμε τη γεωπολιτική θέση και να
θωρακίσουμε την εθνική ασφάλεια, πρέπει να οικοδομήσουμε μια πιο ισχυρή, υγιή οικονομία.
Πρέπει να στηρίξουμε και να στηριχθούμε στις επιχειρήσεις μας.
Γιατί δυνατή επιχειρηματικότητα σημαίνει δυνατή οικονομία. Σημαίνει δυνατή Ελλάδα.
Σας ευχαριστώ».